πυραλλίς

πυραλλίς
πυραλλίς
bird
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυραλλίς — και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, ίδος, ἡ, Α 1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού 2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά 3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • πυραλλίδα — πυραλλίς bird fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραλλίδες — πυραλλίς bird fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραλλίδος — πυραλλίς bird fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”